Παρατηρήσεις ΤΕΕ-Θράκης επί του προτεινόμενου νέου φορολογικού νομοσχεδίου

Το προς κατάθεση νομοσχέδιο για την αλλαγή της φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών και την τεκμαρτή τους φορολόγηση, είναι ένα άκρως σοβαρό θέμα το οποίο επηρεάζει σαφέστατα το σύνολο των ελεύθερων επαγγελματιών συναδέλφων μηχανικών, οι οποίοι διαθέτουν ατομική επιχείρηση και βιοπορίζονται μέσω  αυτής.

Θέτωντας το θέμα επί της αρχής, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή ενός μέτρου το οποίο είναι οριζόντιο, αντιμετωπίζει ως ένα το σύνολο των επιτηδευματιών ασχέτως ειδικότητας και επαγγέλματος και είναι απαράδεκτο να θεωρεί φοροφυγά και ψεύτη, ως προς τη δήλωση εισοδήματος, όποιον κερδίζει λιγότερα από το, κατά την άποψη των συντακτών, χρηματικό όριο. 

Καταρχήν το κάθε επάγγελμα έχει τις ιδιαιτερότητες του, τα δικά του χαρακτηριστικά και τους δικούς κανόνες – διαδικασίες συναλλαγής ανάμεσα στον πελάτη και στο δημόσιο. Με αυτό το σκεπτικό δεν είναι δυνατόν να ισχύουν τα ίδια οριζόντια μέτρα για όλους. Να θυμηθούμε ότι οριζόντια μέτρα λήφθηκαν και κατά τη διάρκεια της περιόδου των μνημονίων, οπότε η χώρα διέρχονταν μια σοβαρότατη οικονομική κρίση, με ολέθρια τελικώς αποτελέσματα για την κοινωνία, όπως κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων και φυγή για ανεύρεση εργασίας στο εξωτερικό.

Επομένως είναι άμεσα αντιληπτή, από τη μέχρι τώρα εμπειρία, η αποτυχία τέτοιας λογικής στη λήψη μέτρων, με αντίκτυπο τόσο στους επαγγελματίες, όσο και στο κράτος καθώς η ιστορία μας έδειξε ότι η τελική απόδοση είσπραξης του μέτρου θα απέχει κατά πολύ από τα αναμενόμενα.

Εξειδικεύοντας την πρόταση τεκμαρτής φορολόγησης για τους συναδέλφους μηχανικούς ελεύθερους επαγγελματίες, θεωρούμε ότι παραβιάζεται η συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας. Παρατίθενται τέσσερα ενδεικτικά παραδείγματα για την αστοχία του μέτρου.

  1. Έχουμε μια ελεύθερη επαγγελματία, μητέρα ανήλικου τέκνου και δεν αναφερόμαστε στις περιπτώσεις εγκυμοσύνης και λοχείας οι οποίες εξαιρούνται. Είναι δυνατό να της επιβληθεί ότι θα πρέπει κατ' ελάχιστο να δηλώνει το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα και να φορολογείται ως σαν να το βγάζει; Είναι γνωστές σε  όλους οι  δυσκολίες του ελεύθερου επαγγέλματος άρα γιατί  να μην της δίνουμε την ευκαιρία να εργασθεί όσο της επιτρέπουν οι δυνάμεις της και φυσικά να έχει τη δυνατότητα επιλογής της ποσότητας της εργασίας ώστε να υπάρχει αντιστάθμιση για την ανατροφή των τέκνων της. Παράλληλα δεν πρέπει να λησμονείται ότι στη χώρα μας είναι έντονο το δημογραφικό πρόβλημα.
  2. Στο ελεύθερο επάγγελμα γνωρίζουμε ότι κάποιες χρονιές ενδεχομένως να μην έχουν την κερδοφορία άλλων ετών, με αποτέλεσμα να είναι το εισόδημα πολύ χαμηλότερο. Γι΄ αυτό το λόγο πρέπει να τιμωρηθεί ο ελεύθερος επαγγελματίας; Δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα στο ελεύθερο επάγγελμα ότι όλες οι χρονιές θα είναι γεμάτες από νέες δουλειές και νέες συμβάσεις παροχής υπηρεσίας. Το ορθό είναι να είμαστε αρωγοί στον επιτηδευματία ο οποίος έτυχε να έχει μια κακή χρονιά  και όχι να νομοθετούνται μέτρα με τα οποία τον τιμωρούμε γιατί δεν κέρδισε τα προσδοκόμενα και έτσι να του δείχνουμε την κατεύθυνση της εξόδου από το επάγγελμα.
  3. Γνωρίζουμε τα έργα των μηχανικών και η ανάλογη παροχή υπηρεσίας λαμβάνει αρκετό χρόνο για την εκτέλεση της και φυσικά όχι απαραίτητα εντός ενός οικονομικού έτους. Επιπροσθέτως όσοι ασχολούμαστε με δημόσια έργα ή μελέτες δημοσίων έργων γνωρίζουμε  ότι ο χρόνος συμβασιοποίησης - εκτέλεσης των εργασιών και τέλος τιμολόγησης είναι αρκετά μεγάλος και πολλές φορές μεγαλύτερος από ένα οικονομικό έτος. Με βάση τα παραπάνω αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μπορεί ένα επαγγελματίας να εκτελεί εργασίες αλλά να τιμολογηθούν την επόμενη χρονιά. Για ποιο λόγο εκείνη τη χρονιά να φορολογηθεί τεκμαρτά χωρίς να έχει ολοκληρώσει την εργασία του την οποία θα τιμολογήσει το επόμενο οικονομικό έτος;
  4. Υπάρχουν πλήθος  περιπτώσεων συναδέλφων οι οποίοι είτε βιοπορίζονται κατά κύριο λόγο από άλλες πηγές εισοδήματος (π.χ. ενοίκια), είτε δραστηριοποιούνται διαμέσου εταιρικών σχημάτων ενώ παράλληλα διατηρούν μια ατομική επιχείρηση, καταβάλλοντας βεβαίως το τέλος επιτηδεύματος και εκτελώντας εργασίες οι οποίες δεν είναι στο καταστατικό της εταιρίας. Για ποιο λόγο αυτοί πρέπει να φορολογηθούν τεκμαρτά και όχι λογιστικά; Δε θα είναι επακόλουθο να κλείσουν τα βιβλία τους και το κράτος να μην εισπράξει ούτε το τέλος επιτηδεύματος;

Από τα προαναφερθέντα  παραδείγματα γίνεται αντιληπτό ότι  τέτοιου είδους στρεβλές λογικές οδηγούν μάλλον σε αντίθετα αποτελέσματα από τον αρχικό σχεδιασμό και φυσικά είναι καταστροφικά για τη μεγαλύτερη μερίδα των ελεύθερων επαγγελματιών μηχανικών και  το δε αποτέλεσμα θα είναι πολλοί συνάδελφοι να ενωθούν γύρω από ένα συνάδελφο και οι ίδιοι να κλείσουν βιβλία (οπότε τα έσοδα του κράτους θα είναι μειωμένα- λιγότερα τέλη επιτηδεύματος), φαινόμενο το οποίο παρατηρήθηκε στην προηγούμενη δεκαετία.

Ως επιμελητήριο, αντιπροτείνοντας κάποια μέτρα - ενέργειες για τη βελτίωση και εξορθολογισμό του νομοσχεδίου, θεωρούμε ότι θα πρέπει να ληφθούν  υπόψιν  τα κάτωθι δεδομένα.

  1. Όσοι συνάδελφοι ασχολούνται με δημόσια έργα ή μελέτες δημοσίων έργων, γνωρίζουν ότι για την εκτέλεση των εργασιών έχει προηγηθεί μια σύμβαση, η οποία αναφέρει τους όρους της οικονομικής συμφωνίας, και στην οποία εάν δεν τιμολογηθεί το πλήρες ποσό και δεν αποδοθούν όλες οι κρατήσεις δεν είναι δυνατή η πληρωμή του αναδόχου. Επιπλέον λόγω της υποχρεωτικής ηλεκτρονικής τιμολόγησης όταν τιμολογείται μια εργασία αυτομάτως διαβιβάζεται στην Α.Α.Δ.Ε.. Με βάση τα παραπάνω  καταλαβαίνουμε πάντες ότι δεν υπάρχει σε αυτήν τη κατηγορία δυνατότητα φοροδιαφυγής ώστε να πρέπει να εφαρμόσουμε την τεκμαρτή φορολόγηση.
  2. Όσοι συνάδελφοι ασχολούνται με ιδιωτικά έργα για αυτούς υπάρχουν τα εξής δεδομένα. Οι περισσότερες παροχές υπηρεσίας αφορούν κατά κύριο λόγο, έκδοση Οικοδομικών Αδειών, Αδειών Μικρής Κλίμακας , Βεβαιώσεων περί μη απαίτησης έκδοσης κάποιας άδειας για συγκεκριμένες εργασίες, Τακτοποίηση αυθαιρέτων, Έκδοση ηλεκτρονικής ταυτότητας ακινήτων, Έκδοση Π.Ε.Α., Υποβολή πρότασης στο πρόγραμμα Εξ’ οικονομώ, Σύνταξη Τοπογραφικών Διαγραμμάτων, Υποβολή Πράξεων στο Κτηματολόγιο και τέλος η Επίβλεψη κατασκευής Ιδιωτικών Έργων. Εάν ο μηχανικός παρέχει την υπηρεσία του σε κάποιο νομικό πρόσωπο ειδικά όταν τηρεί βιβλία Γ’ τάξης δεν είναι δυνατή η αποφυγή της πλήρους τιμολόγησης της παροχής της υπηρεσίας για το σύνολο των χρημάτων. Σε περίπτωση όπου απευθύνεται σε ιδιώτη συντάσσεται ένα ιδιωτικό συμφωνητικό στο οποίο καθορίζεται η αμοιβή της υπηρεσίας. Όλες οι προαναφερθείσες παροχές υπηρεσίας πλην της τελευταίας έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, το οποίο είναι η ψηφιακή υποβολή των πράξεων σε ηλεκτρονικές πληροφοριακές πλατφόρμες. Επομένως στην παρούσα χρονική περίοδο, με πλήθος ψηφιακών εργαλείων, μπορεί με μεγάλη ακρίβεια να προσδιορισθεί το πλήθος και το μέγεθος των εργασιών που εκτέλεσε ένα επαγγελματίας και αναλόγως να ελεγχθεί το εισόδημα το οποίο δηλώνει. Αναφορικά με την παροχή υπηρεσίας για την επίβλεψη της κατασκευής ιδιωτικών  έργων θα μπορούσε η αμοιβή του μηχανικού να προσδίδει μια έκπτωση στο φόρο του αναθέτοντος, όπως ισχύει για λοιπές δαπάνες ανακαίνισης και φυσικά με αυτό τον τρόπο να δίνεται κίνητρο ώστε να τιμολογούνται τα όποια χρήματα δίνονται.

Με βάση τα παραπάνω περιγράφονται τα δεδομένα των συναλλαγών των ελεύθερων επαγγελματιών. Επομένως ως μέτρα για την πάταξη της όποιας φοροδιαφυγής σίγουρα δεν είναι η τεκμαρτή φορολόγηση η οποία είναι εντελώς άστοχη, άδικη και φυσικά ξεπερασμένη, αλλά μια σειρά από ενέργειες η οποίες θα αφορούν κατά κύριο λόγο την παροχή υπηρεσίας στα ιδιωτικά έργα. Αναφορικά με τα δημόσια έργα επεξηγήθηκε για ποιο λόγο δε μπορεί ένα μηχανικός να φοροδιαφύγει. Οι δε ενέργειες οι οποίες θα μπορούσαν να γίνουν είναι οι ακόλουθες:

  1. Δημιουργία κινήτρου φοροαπαλλαγής στο αναθέτοντα ιδιώτη ώστε στο τέλος να ζητάει τιμολόγηση του συνόλου του ποσού που δίνει για επίβλεψη εργασιών κατασκευής ιδιωτικών (όπως π.χ. σε εργασίες ανακαίνισης) γεγονός το οποίο υπάρχει εν μέρει για εργατικές εργασίες (πχ. υδραυλικού ή ηλεκτρολόγου εγκαταστάτη).
  2. Ψηφιακή διασταύρωση των εργασιών παροχής υπηρεσίας του μηχανικού με τα ηλεκτρονικά τιμολόγια τα οποία εκδίδονται  σε κάθε οικονομικό έτος.
  3. Επαναφορά της λογικής των  ελάχιστων νόμιμων αμοιβών για κάθε πράξη, οι οποίες θα πρέπει υποχρεωτικά να τιμολογούνται, να γίνεται ψηφιακά ο αντίστοιχος έλεγχος ενώ θα παρακολουθούνται μέσω παρατηρητηρίου ελαχίστων αμοιβών.

Συμπερασματικά των παραπάνω διαπιστώνεται ότι με κάποιες συγκεκριμένες ενέργειες μπορεί να παταχθεί η όποια φοροδιαφυγή, οι οποίες ενέργειες θα ανταποκρίνονται στα δεδομένα της εποχής και με εξειδικευμένα μέτρα τα οποία έχουν σχέση με  την πραγματικότητα του κλάδου των μηχανικών. Επιπροσθέτως η τεκμαρτή φορολόγηση και όχι η λογιστική υποδηλώνει αδυναμία φορολογικού ελέγχου, η οποία καλλιεργεί μια νοοτροπία που φέρνει εντελώς αντίθετα αποτελέσματα από τα προσδοκώμενα με βάση το νομοσχέδιο. Σε καμία περίπτωση λοιπόν δεν είναι αποδεκτή η λήψη οριζόντιων μέτρων όπως η τεκμαρτή φορολόγηση για όλες τις κατηγορίες των επαγγελματιών με εντελώς ανόμοιες συνθήκες άσκησης του επαγγέλματος.